- παράθλαση
- παράθλαση, η και περίθλαση, η(φυσ.), φαινόμενο κατά το οποίο φωτεινή δέσμη αποκλίνει από την ευθεία της, όταν περνά από σχισμή ή τρύπα διαστάσεων της τάξεως του μήκους κύματος του φωτός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.